Ρήξη μηνίσκου
     Οι μηνίσκοι (έσω και έξω) βρίσκονται μεταξύ της κνήμης και του μηρού στην άρθρωση του γόνατος. Είναι ινοχόνδρινες δομές με ημισεληνοειδές σχήμα και έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ομαλή λειτουργία της άρθρωσης. Απορροφούν μεγάλο ποσοστό των φορτίων και της καταπόνησης κατά τις κινήσεις και μειώνουν τις δυνάμεις τριβής που ασκούνται στον αρθρικό χόνδρο. Παράλληλα έχουν ρόλο σταθεροποιητή του γόνατος. Σε περιπτώσεις αστάθειας του γόνατος από συνδεσμικές κακώσεις όπως η ρήξη του πρόσθιου χιαστού, ο σταθεροποιητικός ρόλος είναι ακόμη πιο σημαντικός και παρατηρούνται συχνότερα ρήξεις τους. Οι βλάβες των μηνίσκων έχουν αποτέλεσμα την μη ομαλή κατανομή των φορτίων στον αρθρικό χόνδρο με αποτέλεσμα την πρώιμη φθορά του και την έναρξη οστεοαρθρίτιδας.
     Οι ρήξεις των μηνίσκων είναι από τις πιο συχνές βλάβες στους τραυματισμούς του γόνατος. Ρήξη είναι η διακοπή της συνέχειας του μηνίσκου, ο οποίος μοιάζει σαν να έχει κοπεί, σκιστεί σε κάποιο σημείο του. Συμβαίνουν συνήθως σε κινήσεις που έχουν στροφή του σώματος και άσκηση δυνάμεων με το γόνατο σε κάμψη. Μπορούν να συμβούν σε όλες τις ηλικίες αλλά είναι σπάνιες στα παιδιά. Στους ενήλικες συμβαίνουν συνήθως μετά από τραυματισμό και συχνά σε αθλητικές δραστηριότητες, ενώ μετά την ηλικία των 60 ετών οι ρήξεις είναι συνήθως εκφυλιστικής αιτιολογίας, λόγω της αναμενόμενης φθοράς στην άρθρωση του γόνατος. Στις εκφυλιστικές ρήξεις δεν υπάρχει σημαντικός τραυματισμός και η ρήξη μπορεί να συμβεί με καθημερινές δραστηριότητες oπως το γονάτισμα, η έξοδος από το αυτοκίνητο κ.α.
Τα συμπτώματα της ρήξης μπορεί να είναι πόνος στην βάδιση αλλά και στην ηρεμία, αίσθηση αστάθειας, περιορισμός της κίνησης και διόγκωση του γόνατος λόγω της παρουσίας υγρού στην άρθρωση. Για την διάγνωση εκτελούνται ειδικές δοκιμασίες-τεστ για την ανίχνευση πιθανής ρήξης και τα ευρήματα από την εξέταση επιβεβαιώνονται με μαγνητική τομογραφία με υψηλά ποσοστά ακριβείας.
     Η θεραπεία εξαρτάται από το είδος και την εντόπιση της βλάβης του μηνίσκου, από το αν υπάρχουν άλλες βλάβες ταυτόχρονα, καθώς και από το αν η βλάβη είναι οξεία-πρόσφατη ή χρόνια. Οι εκφυλιστικές ρήξεις αντιμετωπίζονται συντηρητικά με αναλγητικά και φυσικοθεραπεία για διάστημα μερικών μηνών, εκτός αν προκαλούν μηχανικά συμπτώματα όπως κλείδωμα της άρθρωσης (αδυναμία να τεντώσει πλήρως το γόνατο) ή επαναλαμβανόμενα επεισόδια πόνου και συλλογής υγρού οπότε πρέπει να διενεργηθεί αρθροσκόπηση και αφαίρεση του τμήματος του μηνίσκου που προκαλεί τα συμπτώματα. Σε μερικές περιπτώσεις τραυματικών ρήξεων μερικού πάχους, χωρίς αστάθεια, αρχικά μπορεί να γίνει προσπάθεια συντηρητικής αντιμετώπισης με παρακολούθηση, τροποποίηση δραστηριοτήτων και φυσικοθεραπεία ώστε να επουλωθεί η βλάβη. Σε μεγάλες, ασταθείς ρήξεις η πιθανότητα για επούλωση είναι μικρή.
     Η χειρουργική θεραπεία έχει ένδειξη σε αποτυχία της συντηρητικής αγωγής, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν μηχανικά συμπτώματα όπως μπλοκάρισμα της άρθρωσης, καθώς και στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ταυτόχρονα συνδεσμικές βλάβες όπως π.χ. η ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου. Η χειρουργική θεραπεία διενεργείται με αρθροσκόπηση. Είναι τεχνική ελάχιστα επεμβατική αφού μέσω πολύ μικρών οπών στο γόνατο, εισάγεται το αρθροσκόπιο στην άρθρωση και είναι δυνατή η άμεση αναγνώριση των βλαβών και η αντιμετώπιση τους. Οι επιπλοκές είναι σπάνιες, ενώ δεν απαιτείται διανυκτέρευση στο νοσοκομείο (day case). Η επιλογή της χειρουργικής τεχνικής και πάλι εξαρτάται από το είδος, την εντόπιση της βλάβης και πιθανές συνοδές συνδεσμικές βλάβες. Σε επιλεγμένες βλάβες με καλή αιμάτωση, γίνεται προσπάθεια συρραφής του μηνίσκου με ειδικές τεχνικές, ώστε να βοηθηθεί η επούλωση και να επανέλθει πλήρως η λειτουργία του. Οι τεχνικές συρραφής βελτιώνονται συνεχώς και πλέον πολλές βλάβες αντιμετωπίζονται με επιτυχία. Επιβάλλεται να γίνεται κάθε προσπάθεια για την διατήρηση και διάσωση του μηνίσκου. Ο χρόνος αποθεραπείας, οι οδηγίες για βάδιση με πατερίτσες, οι ειδικές ασκήσεις, καθώς και το ποσοστό επιτυχίας μετά την συρραφή και πάλι εξαρτώνται από τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε ρήξης. Αν ο μηνίσκος δεν επουλωθεί, τότε θα χρειαστεί περαιτέρω χειρουργική αγωγή. Στις περιπτώσεις όπου δυστυχώς δεν είναι δυνατή ή αποτύχει η συρραφή, το τμήμα του μηνίσκου που έχει κοπεί αφαιρείται, διενεργείται δηλαδή μερική μηνισκεκτομή. Η αποθεραπεία της μερικής μηνισκεκτομής είναι σαφώς πιο σύντομη σε σχέση με την συρραφή, με γρήγορη επιστροφή στις δραστηριότητες.